- ασυγκρατος
- ἀσύγκρατοςἀ-σύγκρᾱτος2беспорядочный, несвязный, нестройный, противоречивый
(περί τινος δόξαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(περί τινος δόξαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] … Dictionary of Greek
ἀσύγκρατος — incapable of blending masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγκρατον — ἀσύγκρατος incapable of blending masc/fem acc sg ἀσύγκρατος incapable of blending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκράτους — ἀσύγκρατος incapable of blending masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)